MENU

style> #navcontainer {float:left;width:100%;background:#transpartent;line-height:normal;} ul#navlist {margin:0;padding:0;list-style-type:none;white-space:nowrap;} ul#navlist li {float:left;font:bold 13px Arial;margin:0;padding:5px 0 5px 0;background:#333;border-top:1px solid #FBBB22;border-bottom:1px solid #FBBB22;} #navlist a, #navlist a:link {margin:0;padding:5px;color:#FFF;border-right: 1px solid #FBBB22;text-decoration:none;} ul#navlist li#active {color:#FFFF00;background:#105105;} #navlist a:hover {color:#FFFF00;background:#740777;}

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Η άλωση της Πόλης


της Αναστασίας Μπέση *

Πάρθεν η Ρωμανία (Κ. Π. Καβάφης) 29 Μαΐου 1453.
«Στην Ιστορία, όπως και στη ζωή, καμιά λύπη, καμιά μεταμέλεια δε μπο­ρούν ν’ αναπληρώσουν την απώλεια μιας μοιραίας στιγμής όπως και χίλια χρόνια δεν μπορούν να εξαγοράσουν μιας ώρας απερισκεψία».
«Η ανθρωπότητα δε θα μπορέσει ποτέ να εκτιμήσει εις όλη του την έκτα­ση το κακό που μπήκε από την Κερκόπορτα εκείνη τη μοιραία ώρα, ούτε τι έχασε ο κόσμος του πνεύματος με την κατάληψη του Βυζαντίου" Στέφαν Τσβάιχ
Η συγκλονιστικότερη μέρα του νεότερου Ελληνισμού.29 Μαΐου 1453.
Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη των πόλεων έπεσε στα χέρια των εχθρών. Τέτοια η θλίψη του Ελληνισμού, που απ' άκρον εις άκρον της Αυτοκρατορίας όλοι θρήνησαν με τον τρόπο τους την Άλωση της Ρωμανίας (Βυζαντινής Αυτοκρατορίας).
Σαν έπεσε τελειωτικά η Πόλη στα χέρια των Τούρκων, ο πόνος κι ο καημός ήταν μεγάλος. Κι έγινε τραγούδι ο πόνος και θρήνος ο καημός. Κι αν η άλωση ήταν γεγονός, η ελπίδα πως κάποια μέρα... πάλε με χρόνια και καιρούς... έμειναν πάντα...
«Ρωμανία» αποκαλούνταν τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αφού «Βυζάντιο» είναι μεταγενέστερος όρος. Στον Πόντο, ένα πουλί μεταφέρει τα μαντάτα στους κατοίκους. Γνωρίζοντας, ότι μεταφέρει κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο, κανείς δεν τολμά να πάει να πάρει το μήνυμα που έχει αφήσει το πουλί.
Μόνο ένα παιδί - συνήθως χήρας γιός - πηγαίνει το διαβάζει και αναγγέλλει αυτός τα τρομερά νέα στον εκεί Ελληνισμό... «Αϊλί εμάς και βάι εμάς η Ρωμανία πάρθεν...». Ωστόσο, στο τέλος υπάρχει και το αισιόδοξο μήνυμα: «Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο...»
Να σημειώσουμε ότι το «πάλι με χρόνους με Καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι» δεν το είπαν Έλληνες αλλά Ρωμιοί. Δηλαδή κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας που δεν είχαν την τοπικιστική αντίληψη που έχουμε εμείς σήμερα ως Έλληνες. Η Πόλη ανήκει στους κατοίκους της βυζαντινής αυτοκρατορίας που είχαν κοινό χαρακτηριστικό την Χριστιανική Πίστη.
Πάρθεν (1921) Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ο μεγάλος Αλεξανδρινός εισάγει μέσα σε μια ήρεμη σχετικά εξιστόρηση, ένα άλλο στοιχείο, εποχικό, από μια απόμακρη, από ελληνική, τραπεζούντια σκοπιά. Και τότε η αφήγηση στην ντοπιολαλιά κάνει απολύτως οικείο τον ιστορικό χωροχρόνο, η δραματικότητα της όλης σύνθεσης εκτινάσσεται, το ΠΑΡΘΕΝ απογειώνεται ως μονολεκτική τραγωδία. Αναρωτιέμαι, για ποιο λόγο ο Καβάφης δεν κοινοποίησε αυτό το αριστουργηματικό ποίημά του, αλλά προτίμησε να το κρατήσει στην άκρη; [2]
Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Εγράφη Μάρτιον 1921, εν έτος προ της καταστροφής της Σμύρνης και του Ελληνισμού του Πόντου.
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ' άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη,πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ' είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ' τ' άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ· μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ' αναγνώθ' σίτ' ανακλαίγ' σίτ' ανακρούγ' την κάρδιαν.
Ν' αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».[3]
Και το δημοτικό ποίημα στο οποίο αναφέρεται ο Κ.Π. Καβάφης
4. Πάρθεν η Ρωμανία (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην·
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης·
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Ένας Μάρτυρας της Αλώσεως
Κάθε πού ζύγωνε 29 Μαΐου ό Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της "Αλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί - σπυρί και το 'βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν' ανοίξει σαν το ρόδο. Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θα 'φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.
«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων Σου...», μονολογούσε καί τα δάκρυα του τρέχανε ποτάμι.
Μετά τη λειτουργία γίνηκε το τρισάγιο για τους κεκοιμημέμηνους».Κι άμα ο γέρο-Τρύφωνας πήρε να λέει το ''αιωνία η μνήμη'' ό Γερο-Ζαχαρίας σήμανε μονοκάμπανο λυπητερό όπως αρμόζει. Μετά πήρε το δίσκο κι άρχισε να μοιράζει το στάρι. Πρώτα στους πατέρες, έπειτα στους λαϊκούς. Άμάθητοι οι ξένοι από τέτοια έθιμα τον ρώτησαν για όλα τούτα τα παράδοξα. Ό Γερο-Ζαχαρίας τους πήρε παράμερα στο μεγάλο χαγιάτι κι άρχισε να τους μιλάει για τη Μεγάλη Τρίτη του 1453, για το κούρσεμα της Πόλης καί τη θυσία του τελυταίου αυτοκράτορα. Ένιωθε χρέος ό σεβαστός Γέροντας να τους μνημονεύει όλους μέσα στη Θ. λειτουργία καί να μιλά γι' αυτούς σ' όσους ρωτούσαν να μάθουν.
Κάθε τόσο ό παππούς έκοβε τη διήγηση στη μέση καθώς ή φωνή τσάκιζε από το κλάμα. Μα εκεί πού βαλάντωνε ό γέροντας ήταν όταν μιλούσε για την ιστορία του άρχοντα Λουκά του Νοταρά πού κρύφθηκε ή θυσία του γιατί τη σκέπασε εκείνη του Παλαιολόγου.
- Το λοιπόν... είπε ό Γερο-Ζαχαρίας. Μετά το τριήμερο κούρσεμα της Πόλης καί τη μοιρασιά των λαφύρων, ό σουλτάνος έκανε συμπόσιο για τη νίκη. Κάποιος τότε μπιστικός του για να φανεί καλός, τον συμβούλεψε να ζητήσει από το Νοταρά να του στείλει πεσκέσι το δεκατετράχρονο γιο του
στο παλάτι. Κι αν τον έδινε με τη θέληση του, θα 'δινε όΣουλτάνος στο Νοταρά θέση ζηλευτή. Αλλιώς θα παίρνε σ'όλους το κεφάλι.
Ποιος ήταν ό Λουκάς ό Νοταράς; Ήταν ό πρώτος Βυζαντινός άρχοντας, από τίς πιο μεγάλες μορφές στα τελευταία ελεύθερα χρόνια της Βασιλεύουσας.
Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ό Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό καί Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ό Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή καί αντιστάθηκε σθεναρά.
Τώρα ό γίγαντας αυτός ήταν φυλακισμένος.
Ό Νοταράς στην "Αλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας με 100 Ιππείς καί 500 σφενδονήτες καί τοξότες. Οί Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη. Καί σαν τον κύκλωσαν ήρθε ή αιχμαλωσία. Οί δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.
Καί τώρα τούτο το αγγελούδι του το ζητούσε ό σουλτάνος.- Δεν είναι συνήθεια σε μας, απάντησε ό Βυζαντινός άρχοντας, να δίνουμε με τα χέρια μας τα παιδιά μας στίς ακολασίες σας. Θα ήταν καλύτερα ό ηγεμόνας να μας πάρει το κεφάλι.Ό Νοταράς έστρεψε στοργικά το βλέμμα του στο παιδί του πού στεκόταν ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη καί σεβασμό προς τον πατέρα του. Ή σκέψη του άρχοντα έτρεξε μακριά. Καμάρωσε το γιο του μικρό καί τον φανταζότανε μεγάλο. Μα δεν γινόταν αλλιώς, Για να 'ναι σίγουρος πώς το παιδί του θα φύγει άκηλίδωτο ζήτησε το πρώτο αίμα να είναι του γιου του.
Ό πέλεκυς έπεσε. Ό Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας καί πρότεινε περήφανα τον τράχηλο πού στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!
Ή φύτρα των Νοταράδων πέρασε στον Παράδεισο.Οί προσκυνητές στο άκουσμα της ιστορίας σταυροκοπήθηκαν. Ταπεινά φίλησαν το σεβάσμιο χέρι του Γέροντα κι έφυγαν.
Κι ό παππούλης πήρε δύο σπυριά για να συχωρέσει. Ό Θεός να σας αναπαύσει, αδέλφια μου, είπε.


* Η Αναστασία Μπέση είναι Φιλόλογος και πρώην Διευθύντρια Γυμνασιού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου