Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΙ ΟΜΩΣ, Η ΕΥΡΩΠΗ ΔΙΟΡΘΩΝΕΤΑΙ



του Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε * 
Τα γεγονότα είναι ενίοτε πεισματάρικα και ως τέτοια έχουν την ιδιότητα να ομιλούν από μόνα τους. Στην βάση αυτής της διαπιστώσεως, που θα επαληθευθεί και από τις προσεχείς εξελίξεις, ο κόσμος έχει κάθε λόγο να χαίρεται για τα θετικά οικονομικά σημάδια που στέλνει σχεδόν ακατάπαυστα η ευρωζώνη τον τελευταίο καιρό. Ενώ η κρίση συνεχίζει να αντηχεί, είναι σαφές ότι η ευρωζώνη ανακάμπτει –τόσο διαρθρωτικά όσο και κυκλικά.

Τα πράγματα εξελίσσονται πάνω-κάτω όπως προέλεγαν ότι θα συμβούν οι ψύχραιμοι Ευρωπαίοι διαχειριστές της κρίσης. Η δημοσιονομική και διαρθρωτική παρέμβαση αποδίδει, θεμελιώνοντας τις βάσεις για βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό οδήγησε σε υποχώρηση τους επικριτές της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Και καλώς, διότι στην πραγματικότητα ζούμε κάτι που έχει συμβεί πολλές φορές και σε πολλούς τόπους. Παρά τα όσα θέλησαν να μάς κάνουν να πιστέψουμε οι επικριτές της διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης, ζούμε στον πραγματικό κόσμο, όχι σε κάποιο παράλληλο σύμπαν όπου ξαφνικά δεν εφαρμόζονται πια τα καλά τεκμηριωμένα αξιώματα της οικονομίας.

Πάρτε την περίπτωση της Γερμανίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ήταν ο αδιαμφισβήτητος «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης και πολυάριθμοι ήταν οι εσωτερικοί και διεθνείς παρατηρητές που την χαρακτήριζαν μη ανταγωνιστική και καταδικασμένη σε παρακμή. Μετά από την οικονομική άνθηση και επέκταση που ακολούθησε την γερμανική επανένωση του 1990 και την υιοθέτηση του ευρώ με πολύ υψηλή ισοτιμία, η ανεργία εκτοξεύτηκε, φτάνοντας τον Ιανουάριο του 2008 στα 5 εκατομμύρια. Οι επενδύσεις έπεσαν, τα δημόσια οικονομικά επιδεινώθηκαν και οι πολιτικοί έμοιαζαν ανήμποροι να αντιδράσουν. Η απόφαση να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος ήταν μία απόφαση συλλογική, στην οποία συμμετείχαν σχεδόν όλα τα κόμματα από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, οι εργοδοτικές οργανώσεις και τα συνδικάτα.

Το πρώτο κύμα διόρθωσης ξεκίνησε το 2003 και στόχευσε κυρίως στο να δοθούν κίνητρα στην απασχόληση, στον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, στην εξισορρόπηση της κοινωνικής ασφάλισης και στην αύξηση της φορολόγησης της κατανάλωσης. Στην βάση της κοινωνίας, επιχειρήσεις και συνδικάτα συνεργάζονταν για να καταστήσουν πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας. Όταν η κρίση άρχισε να υποχωρεί, ακολούθησε ένα δεύτερο κύμα μείωσης των δαπανών. Παράλληλα με την διαρκή προσπάθεια να εμπεδωθεί η δημοσιονομική ισορροπία, αργότερα η κυβέρνηση έθεσε ξανά σε προτεραιότητα τις δημόσιες επενδύσεις. Μεταξύ 2010 και 2013, η γερμανική κυβέρνηση αύξησε τις δαπάνες για την εκπαίδευση και την έρευνα κατά 13,3 δισεκατ. ευρώ, χωρίς να χαλαρώσει την δημοσιονομική της πολιτική. Ευρισκόμενες στο 2,8%, οι κρατικές δαπάνες της Γερμανίας για έρευνα και ανάπτυξη στον ιδιωτικό τομέα υστερούν μόνον εκείνων της Σουηδίας κα της Δανίας στην ΕΕ. Χάρη κυρίως στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, που είναι προσαρμοσμένο στις επιχειρηματικές ανάγκες, η Γερμανία έχει σήμερα ανεργία νέων μόνον 8%, που είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη.

Όσο κι αν μετρούν οι πολιτικές αποφάσεις, η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας, η ένταξή της στην παγκόσμια οικονομία και η ικανότητά της να δημιουργεί θέσεις εργασίας δεν ήταν καρπός κυβερνητικών διαταγμάτων, αλλά αποτέλεσμα των μυριάδων αποφάσεων που αποκαλούμε «οι αγορές». Οι επιχειρήσεις άρχισαν να επενδύουν και να επαναπροσλαμβάνουν και ο κόσμος ξανάρχισε να δουλεύει διότι αυτό έγινε ξανά δυνατό και ήταν και πάλι οικονομικά αποδοτικό. Εργοδότες και εργαζόμενοι κατέληξαν σε λογικές συμφωνίες για το ύψος των μισθών και το ωράριο εργασίας, που απορρόφησε τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου.

Πάνω από 2 εκατομμύρια Γερμανών που είχαν πληγεί από την ανεργία ξαναβρήκαν δουλειά –τις περισσότερες φορές καλές, σταθερές δουλειές, με αξιοπρεπή αμοιβή και γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές. Χάρη στην πιο ασφαλή αγορά εργασίας, οι μισθοί και η κατανάλωση σήμερα αυξάνουν με ρωμαλέους ρυθμούς. Στην σημερινή Γερμανία βασικός κινητήρας της ανάπτυξης είναι η εσωτερική ζήτηση.

Αυτό που συνέβη στην ευρωζώνη νωρίτερα την δεκαετία του 2000 διαφέρει μόνον ως προς το πλαίσιο. Υπήρξε μία φάση άνθησης, στην οποία πολλά κράτη μέλη άφησαν το κόστος εργασίας να αυξηθεί, ενώ συρρικνωνόταν το μερίδιό τους στις εμπορικές συναλλαγές. Κάποια στιγμή οι θέσεις εργασίας άρχισαν να εξαφανίζονται και τα δημόσια οικονομικά να χειροτερεύουν.

Η αντίδραση δεν προήλθε απλά από πανευρωπαϊκή συναίνεση που στηρίχθηκε παντού στις αποφάσεις των εθνικών κοινοβουλίων, αλλά ακολουθούσε μία καλά τεκμηριωμένη συνταγή –που δεν είχε δοκιμασθεί μόνο στην Γερμανία, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο την δεκαετία του 1980, στην Σουηδία και στην Φινλανδία στις αρχές του 1990, στην Ασία στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και σε πολυάριθμες ακόμα αναπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες. Η αγωγή δούλεψε τότε και δουλεύει και τώρα, παρά τις οιμωγές και το μούδιασμα των ποικιλώνυμων επικριτών της στα μίντια, τα πανεπιστήμια, τους διεθνείς οργανισμούς και τον πολιτικό κόσμο. Η διόρθωση ήταν φιλόδοξη και μερικές φορές επώδυνη, αλλά εφαρμόστηκε με ευέλικτο και προσαρμοστικό τρόπο. Τα ευρωπαϊκά δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας παρείχαν μια καλή δοσολογία μεταρρυθμιστικών κινήτρων και κοινωνικής αλληλεγγύης, που καταπράϋνε τους πόνους της προσαρμογής. Μέσα σε τρία μόνον χρόνια, τα ελλείμματα των κρατών μελών της Ευρώπης μειώθηκαν στο μισό, το κόστος της εργασίας και η ανταγωνιστικότητα ανέκαμψαν ταχύτατα, οι ισολογισμοί των τραπεζών βελτιώνονται και τα ελλείμματα των τρεχουσών συναλλαγών εξαφανίζονται. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2013 μπήκε ένα τέλος στην ύφεση της ευρωζώνης.

Ποια είναι λοιπόν τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από την γερμανική διόρθωση της δεκαετίας του 2000 και την σημερινή πολιτική διόρθωσης της ευρωζώνης; Έχω καταλήξει σε δύο: Πρώτον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παίρνουν χρόνο. Όσοι λαμβάνουν τις σχετικές αποφάσεις χρειάζεται να δείχνουν υπομονή και ικανότητα να αγνοούν τόσο τις σειρήνες που καλούν σε εύκολες λύσεις, όσο και τους διαμαρτυρόμενους που υπερασπίζονται ειδικά συμφέροντα. Τα σημάδια βελτίωσης της κατάστασης δεν είναι λόγος υποχώρησης, είναι λόγος επιμονής στην ίδια πορεία. Δεύτερον, αλλά εξίσου σημαντικό, όσο δύσκολες κι αν είναι οι συγκυρίες οφείλουμε να καταπολεμούμε την ανθρώπινη τάση να προεκτείνει στο μακρινό μέλλον όσα ζει στο παρόν. Τα συστήματα προσαρμόζονται, οι καθοδικές πορείες σταματούν, οι τάσεις αλλάζουν. Με άλλα λόγια, όσα χαλάνε επισκευάζονται. Η σημερινή Ευρώπη το αποδεικνύει.

Σε σύγκριση με αντίστοιχες εμπειρίες του παρελθόντος, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει επιταχυνθεί και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που κάποιοι δεν αισθάνονται καλά. Διότι, κακά τα ψέμματα: η ήπειρός μας παραμένει μία ισχυρή οικονομική δύναμη με παγκόσμιες φιλοδοξίες –και αυτό δεν αποτελεί καλό νέο για όλο τον κόσμο…


* Κορυφαίο στέλεχος του Γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και υπουργός Οικονομίας την ώρα συγγραφής του άρθρου

http://www.europeanbusiness.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου