MENU

style> #navcontainer {float:left;width:100%;background:#transpartent;line-height:normal;} ul#navlist {margin:0;padding:0;list-style-type:none;white-space:nowrap;} ul#navlist li {float:left;font:bold 13px Arial;margin:0;padding:5px 0 5px 0;background:#333;border-top:1px solid #FBBB22;border-bottom:1px solid #FBBB22;} #navlist a, #navlist a:link {margin:0;padding:5px;color:#FFF;border-right: 1px solid #FBBB22;text-decoration:none;} ul#navlist li#active {color:#FFFF00;background:#105105;} #navlist a:hover {color:#FFFF00;background:#740777;}

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ .....

της Μαρίνας Γιάννου

Οι γονείς μου είχαν επιχείρηση με φωτιστικά. "Ο μπαμπάς τα έφτιαχνε και η μαμά τα πουλούσε", όπως έλεγα μικρή. Δούλευαν πολλές ώρες, πάρα πολλές ώρες... Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο 8.30π.μ. - 3.00μ.μ, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 8.30π.μ. - 2.30μ.μ. και 5.00μ.μ.-9.00μ.μ. Άνοιγαν και μία Κυριακή ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Τους γονείς μου δεν τους έβλεπα πολύ, ήταν όλη μέρα στο μαγαζί, κάθε μέρα, χωρίς αργίες, χωρίς ρεπό. Μόνο την Κυριακή είχαμε, που ξυπνούσα νωρίς και πήγαινα στο κρεβάτι τους και βλέπαμε όλοι μαζί παιδικά.
Διακοπές δεν πήγαμε ποτέ, πουθενά, γιατί δεν μπορούσαν να λείψουν πάνω από μια βδομάδα από το μαγαζί και αυτή τη βδομάδα της "άδειας" τους ήταν πολύ κουρασμένοι για να πάνε οπουδήποτε.
Δεν πήγαμε ποτέ για ψώνια, όσο ήμουν μικρή έδιναν λεφτά στη γιαγιά ή στη θεία Μαίρη να μου ψωνίσουν τα σχολικά μου, τα ρούχα μου ή τα παπούτσια μου. Όταν μεγάλωσα, μου έδιναν λεφτά να ψωνίζω μόνη μου ό,τι χρειαζόμουν και πολλές φορές μου ζητούσαν να ψωνίζω και για αυτούς γιατί δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στα μαγαζιά.
Τους θυμάμαι να γυρίζουν κατάκοποι τα μεσημέρια, να τρώνε μια μπουκιά φαΐ και να φεύγουν για δουλειά ξανά.
Θυμάμαι πόσο ζήλευα τα άλλα παιδιά που οι γονείς τους τα πήγαιναν στις κούνιες, στο Λούνα Παρκ, στο σινεμά, στο πάρκο... Εμένα οι γονείς μου μια φορά με πήγαν στις κούνιες. Είχαμε πάει με τα ξαδέρφια στην έκθεση λουλουδιών στη Βάρκιζα και στον γυρισμό σταματήσαμε σε κάτι μεγάλες κούνιες και κάναμε πικ-νικ.
Ζήλευα και τους συμμαθητές μου, που οι γονείς τους έρχονταν στο σχολείο και ο δάσκαλος τα πρόσεχε περισσότερο αυτά τα παιδιά. Εμένα ο κος Βασίλης μου μίλαγε προσβλητικά - τον άκουσα να λέει μια φορά σε μια άλλη δασκάλα πως είμαι παρατημένο και θα με μαζεύουν από τους δρόμους. Δεν ήμουν παρατημένο, απλά οι γονείς μου είχαν μαγαζί και δεν έρχονταν ποτέ στο σχολείο. Δεν μπορούσαν... Με άφηναν το πρωί με το αυτοκίνητο και έφευγαν βιαστικά να ανοίξουν το μαγαζί. Το μεσημέρι γυρνούσα με τα γειτονόπουλα... Μια Κυριακή όμως πετύχαμε τον δάσκαλο στην πλατεία Υμηττού. Είχαμε πάει για καφέ - εγώ έτρωγα παγωτό. Και είδε ότι δεν ήμουν παρατημένο, είχα μια χαρά ωραιότατους γονείς που με αγαπούσαν και με φρόντιζαν, απλά είχαν μαγαζί... Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο είχα άλλο πρόβλημα - δεν μπορούσαν να έρθουν να μου δικαιολογήσουν τις απουσίες μου, οπότε δεν μπορούσα να αρρωστήσω ή να κάνω έστω μια κοπάνα...
Γενικά, ότι έκανα με τους γονείς μου το έκανα τις Κυριακές...
Και πολύ λυπάμαι τώρα όλα αυτά τα παιδιά που είναι σαν κι εμένα και δεν θα έχουν ούτε καν την Κυριακή για να γνωρίσουν τους γονείς τους...

* Η Μαρίνα Γιάννου είναι δασκάλα στην δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου